- απτώχευτος
- η , ο [ος , ον ]1) не обанкротившийся, не разорившийся; не объявленный банкротом; 2) не обедневший, не обнищавший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απτώχευτος — κ. αφτώχευτος η, ο (Μ ἀπτώχευτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει περιέλθει σε πτώχευση, που δεν έχει εκπέσει οικονομικά 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πτωχεύσει μσν. όποιος δεν έχει δοκιμάσει φτώχεια … Dictionary of Greek